- υπερθεματισμός
- ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ [ὑπερθεματίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσίανεοελλ.1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους2. μτφ. κάθε είδους υπερβολήμσν.πέρασμα πέρα από τα όρια τής επαρχίας.
Dictionary of Greek. 2013.